καταρρακώνω

καταρρακώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) рвать, превращать в тряпки, в лохмотья; 2) см. κουρελιάζω 1; 3) позорить, унижать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταρρακώνω" в других словарях:

  • καταρρακώνω — καταρρακώνω, καταρράκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταρρακώνω — (AM καταρρακῶ, όω) μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω νεοελλ. κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)] …   Dictionary of Greek

  • καταρρακώνω — καταρράκωσα, καταρρακώθηκα, καταρρακωμένος, μεταβάλλω κάτι σε ράκος, καταξεσκίζω, εξευτελίζω: Καταρρακώθηκε από τις πολλές κατηγορίες που του είπαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακνίζω — (Α) [κνίζω] 1. κατατεμαχίζω, κομματιάζω 2. καταρρακώνω, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • καταρράκωση — η 1. η μεταβολή σε ράκη, το κουρέλιασμα 2. εξευτελισμός, ταπείνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρρακώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταρράκωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κουρέλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 25 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * το 1. κομμάτι παλιού ή σχισμένου ρούχου, ράκος 2. άχρηστο κομμάτι υφάσματος 3. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • κουρελιάζω — [κουρέλι] 1. μετατρέπω κάτι σε κουρέλι 2. εξευτελίζω, καταρρακώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξευτελίζω — (ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν. 2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»